ρητινόλη

ρητινόλη
η, Ν
[ρητίνη] βλ. ρετινόλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ρετινόλη — και ρητινόλη, η, Ν (βιοχ.) κοινή ονομασία διτερπενικής αλκοόλης η οποία αποτελεί την βιταμίνη Α …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”